κατόπιθεν

κατόπιθεν
κατόπιθεν (Α)
επίρρ. βλ. κατόπισθεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατόπισθεν — (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν) επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ. β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως 2. σε δεύτερη μοίρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”